- επιδιορίζω
- (AM ἐπιδιορίζω)καθορίζω κάτι μετά από κάτι άλλο ή επί πλέον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιδιορίζοντα — ἐπιδιορίζω define pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπιδιορίζω define pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιόριζε — ἐπιδιορίζω define pres imperat act 2nd sg ἐπιδιορίζω define imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιοριζόμενος — ἐπιδιορίζω define pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιορισαμένοις — ἐπιδιορίζω define aor part mid masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιορίζειν — ἐπιδιορίζω define pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιορίζεσθαι — ἐπιδιορίζω define pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιορίζονται — ἐπιδιορίζω define pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιορίζων — ἐπιδιορίζω define pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδιορισμός — ο [επιδιορίζω] 1. προσδιορισμός 2. η προσθήκη νέου γνωρίσματος σε μια έννοια, οπότε ελαττώνεται το πλάτος αλλά αυξάνεται το βάθος της … Dictionary of Greek
προσεπιδιορίζω — Α [ἐπιδιορίζω] διορίζω ή διακρίνω επιπροσθέτως … Dictionary of Greek